ἀποκνεˬάζομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκνεˬάζομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκνεˬάζομαι ἀμάρτ. ’ποκνεˬάζομαι Κύπρ. ’ποκνεˬάζουμαι Κύπρ. (Γερμασ.) ἀποκνσκομαι Πόντ. (᾽Αμισ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ὀκνεˬάζομαι.

Σημασιολογία

Ἐντείνω τὰ μέλη τοῦ σώματος, τεντώνομαι ἕνεκα ὄκνου: Ἐποκνεˬάστηκα τ' ἐ-ίστην τὸ γιλέκ-κιν μου Κύπρ. Τὸ μωρὸν ἁντὰν νὰ ᾿ποκνεˬάζεται μεˬαλυνίσκει αὐτόθ. ’Ποκνεˬάζεται σὰν τὸν ὀνεάριν αὐτόθ. Συνών. *ἀνακλαδίζω ΙΙ, ἀνακλαρίζομαι, *ἀνακλονίζω 1, ἀναπεταρίζω 3, ἀποκορδώνω, ἀποτζιγκοῦμαι, ἀποτσαμακώνω, ξεροτανυˬέμαι, τανυˬέμαι (ἰδ. τανυˬῶ), τεντώνομαι (ἰδ. τεντώνω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/