ἀποφυσῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφυσῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφυσῶ Κύθν. Πόντ. (Σάντ.)-Λεξ. Δημητρ. ἀποφ’σῶ Μύκ. ’ποφυσῶ Κύπρ.-ΧΠαλαίσ. Συλλ. Κυπρ. ποιημ. 181.
Ετυμολογία
Τὸ μεταγν. ἀποφυσῶ=φυσῶν ἀπομακρύνω τι, ἀποπνέω, ἐκπνέω.
Σημασιολογία
Α)Μετβ. 1)Φυσῶ τινα ἤ τι συνήθως φύσημα ἐπιβλαβὲς ἢ ὀχληρὸν Κύπρ.-ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν. Μὲν ’ποφυσᾶς ἔτσι τοῦ γυˬαλιˬοῦ τ’ ἐζ-ζόφ-φωσές το. ᾿Εποφύσησέν του τὸ σιτάριν τ’ ἀρρώστησεν. Ἐποφύσησέν του ἡ κουφὴ τ’ ἐπέθανεν (κουφὴ=ὄφις δηλητηριώδης). Ἐποφύσησέν μας ἕναν πόρτον τ’ ἐβρομολοήσαμεν Κύπρ. || Ποίημ. Ἀγάπα με σὰν σ’ ἀγαπῶ, γιˬατὶ ἂν σὲ μισήσω, σὰν τὴν κουφὴν ’εν-νὰ γενῶ γιˬὰ νὰ σοῦ ’ποφυσήσω ΧΠαλαίσ. ἔνθ’ ἀν. 2)Ἀποθέτω τὰ ᾠὰ ἐπί τινος, ἐπὶ κρεατόμυιγας Πόντ. (Σάντ.): Ἀποφυσᾷ ἡ μυῖα τὸ κρέας-τὸ τυρίν. Β)Ἀμτβ. 1)Πνευστιῶ, ἀσθμαίνω Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ.: Ποφυσᾷ ’ποῦ τὴν πολ-λὴν πυρὰν (ζέστην) Κύπρ. 2)Πέρδομαι Λεξ. Δημητρ. Συνών. κλάνω. 3)Δυσανασχετῶν ἢ ἀθυμῶν ἐκφράζω τὴν δυσθυμίαν μου ἀποφυσῶν διὰ τοῦ στόματος Κύθν. Κύπρ.: Εἶντα ’εις πάλε ταὶ ’ποφυσᾷς; Κύπρ. Συνών. ξεφυσῶ. β)Ἀναστενάζω Κύπρ.: ’Ποὺ τὸ μαράζιν του οὕλ-λη μέρα κάθεται ταὶ ’ποφυσᾷ. 4)Συρίζω Μύκ.: Ἀποφ’σᾷ τὸ θεριˬὸ (ὁ ὄφις).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA