ἀποφλοιώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφλοιώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφλοιώνω Νάξ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ μεσν. ἀποφλοιῶ.
Σημασιολογία
Ἀφαιρῶ τὸ δέρμα τινός, ἐκδέρω τινά: Ἂ σὲ πιˬάσω, καμένο, θὰ σ’ ἀποφλοιώσω! (ἀπειλή).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA