ἀποφύτεμαν
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφύτεμαν
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποφύτεμαν τό, Πόντ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποφυτεύω.
Σημασιολογία
Ἐκρίζωσις φυτῶν, ἐκφύτευσις: Τῆ δεντρίων τ’ ἀποφύτεμαν ἐκράτεσεν τέσσερα ὥρας. Συνών. ξερρίζωμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA