ἀποφορὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφορὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποφορὰ ἡ, κοιν. ἀπουφουρὰ Σάμ. Σκόπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. ’ποφορὰ Πελοπν. (Μάν.) ’πουφουρὰ Εὔβ. (Στρόπον.)
Χρονολόγηση
Αρχαίο
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀποφορά. Πβ. JKalitsunakis Mittelneugr. Erklär. 11.
Σημασιολογία
1)Δυσάρεστος ὀσμή, δυσωδία, δυσοσμία κοιν.: Ἔχει ἀποφορὰ τὸ στόμα του-τὸ σῶμα του κττ. Βγάνουν ἀποφορὰ τὰ πόδιˬα του. Ἀποφορὰ τοῦ κλούβιˬου ἀβγοῦ-τοῦ ψαριˬοῦ κττ. Ἀποφορὰ βαρελλιˬοῦ-ποτηριˬοῦ κττ. Βγάζει μεγάλη ἀποφορὰ αὐτὸ τὸ μέρος. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Συνών. ἀποφοράδα 1, βόχα. 2)Τὸ μετὰ τὸ πότισμα ρέον εἰς τοὺς αὔλακας ὀλίγον ὕδωρ Ἄνδρ. Συνών. ἀπόρροια.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA