ἀποκοκκινζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκοκκινζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκοκκινζω ἀμάρτ. ἀποκοκκιν Πόντ. ἀποκοκκινῶ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κοκκινζω.

Σημασιολογία

’Αποκοκκινίζω 1, ὃ ἰδ.: Αινιγμ. Κοκκινᾶς ἀποκοκκινᾶς, θὰ βάλλω σ᾽ ἀτο (ὁ φοῦρνος).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/