ἀποκοκκίνσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοκκίνσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκοκκίνσμα τό, ἀμάρτ. ἀποκοκκινίαγμαν Πόντ. (Σάντ.) ἀποκοκκινίαμαν Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκοκκινζω.
Σημασιολογία
᾽Αποβολὴ τοῦ ἐρυθροῦ χρώματος ἔνθ’ ἀν.: 'Ατὸ τ’ ἀποκοκκινίαμα σ’ ψεύτικον ἔν᾽ Χαλδ. Συνών. ξεκοκκίνισμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA