ἀπόκολα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκολα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόκολα ἐπίρρ. Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ. ᾿πόκολα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κόλος.

Σημασιολογία

1) Ὄπισθεν, πρὸς τὸ μέρος τῶν ὀπισθίων ἔνθ’ ἀν.: 'Πόκολα μου κάθεται Αὐλωνάρ. Κονίστρ. Κάθομαι ᾿πόκολα 'πὸ τὸ φῶς τσαὶ δὲ λέπου καλὰ αὐτόθ. Ἤτανε ᾽πόκολά μου τσαὶ δὲν τὸν εἶδα αὐτόθ. Συνών. ἀποπίσω, πίσω, πισώκολα. 2) Εἰς μέρος ἀπόκεντρον, μακρὰν Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Κρήτ.: Πάμε νὰ κάτσωμεν ἀπόκολα νὰ μὴ μᾶσε θωρῇ Κρήτ. Συνών. ἀπόμερα, παράμερα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/