ἀποφυτεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφυτεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφυτεύω Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) Πόντ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. φυτεύω. Πβ. καὶ ἀρχ. ἀποφυτεύω=φυτεύω παραφυάδας ἀποσπασθείσας ἐκ φυτοῦ τινος.
Σημασιολογία
1)᾿Εκριζῶ φυτόν τι Πόντ.: Ἀποφύτεψον τὰ κερά (κερασέας). Συνών. ξερριζώνω. 2)Περαίνω τὴν φύτευσιν Κρήτ. Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν. κ.ἀ.) κ.ἀ.: Ἀποφύτεψα χτὲς μία λούρα μαρουλοκρέμμυδα Μάν. || Γνωμ. Φύτευε ἐλα͜ιὰ Φλεβάρι | κιˬ ἀποφύτευε τὸ Μάι (κατάλληλος χρόνος διὰ νὰ φυτευθῇ ἐλαία εἶναι ὁ ἀπὸ Φεβρουαρίου μέχρι Μαΐου) Μέγαρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA