ἀποκολλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκολλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκολλίζω Πόντ. ('Αμισ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.) ἀποσκολλίζω Πόντ. (Ζησιν. Ὄφ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ μεταγν. ἀποκολλῶ.

Σημασιολογία

1) ᾿Αποσπῶ κεκολλημένον, ἀποκολλῶ Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Ὄφ. Τραπ. Χαλδ.): ᾿Εκόλλιξά το κ᾽ ἐπεκολλίγεν Κερασ. Συνών. ξεκολλῶ. 2) ’Αποθηλάζω τὸ βρέφος, ἀπογαλακτίζω Πόντ. (’Αμισ. Ζησιν Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Ὄφ. Σάντ. Σαράχ. Τραπ. Χαλδ.): ’Κὶ θέλω ν’ ἀποκολλίζω τὸ μωρὸν γιˬὰμ γίνουμαι βαρμένισσα (ἵνα μὴ καταστῶ ἔγκυος) Κερασ. ᾿Επεκόλτσα τὸ μωρό μ’ Τραπ. Χαλδ. ᾿Αποκόλτσον τὸ μωρὸν ἀσ’ σὸ τζιτζὶν (ἀπὸ τὸ βυζὶ) Κοτύωρ. Χαλδ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκόβω Α1 ε.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/