ἀποφώλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφώλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποφώλι τό, Ἤπ. Θήρ. κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. ἀποφώλιˬο Λεξ. Βλαστ. ἀβοφώλι Παξ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φώλι. Πβ. καὶ Εὐσταθ. Ὀδ. 1682,34 «ἀποφώλιοι δὲ εὐναὶ ... ἄγονοι, ἄκαρποι· ἐκ μεταφορᾶς δὲ ᾠῶν καὶ τοῦτο ἅπερ ἀπορριπτοῦνται τῶν φωλεῶν ὡς οὔρια».

Σημασιολογία

Τὸ ἐν τῇ φωλεᾷ τῆς ὄρνιθος μένον ὠόν, τὸ ὁποῖον προσελκύει αὐτὴν ἐκεῖ καὶ δὲν γεννᾷ ὁπουδήποτε Ἤπ. Θήρ. Παξ.-Λεξ. Βλαστ.: Νὰ βάλῃς ἀβοφώλι τσῆ κόττας, γιˬατὶ θέλει νὰ γεννήσῃ Παξ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπότοκο 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/