ἀπόκολο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόκολο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόκολο τό, Κρήτ. Χίος Σίφν.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. κόλος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἐκ τοῦ πυθμένος τοῦ λέβητος ἀποξεόμενος λεπτὸς τυρὸς μετὰ τὴν ἕψησιν τοῦ γάλακτος πρὸς παρασκευὴν τυροῦ Χίος. 2) Τόπος μὴ ὁρώμενός ποθεν, ὁ ὄπισθεν ὑψηλοτέρου τόπου εὑρισκόμενος Κρήτ. 3) Τὸ τελευταῖον τέκνον Σίφν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποβυζαστάρι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/