ἀποφόρεμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφόρεμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποφόρεμα τό, Καλαβρ. (Μπόβ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. φόρεμα.

Σημασιολογία

Συνήθως ἐν τῷ πληθ., παλαιὰ ἡμιεφθαρμένα ἐνδύματα, τὰ ὁποῖα παύει τις νὰ φορῇ. Συνών. ἀποφορεσίδι, ἀποφόρι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/