ἀποκόλωμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκόλωμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκόλωμα τό, Ἤπ. Κρήτ. Πελοπν. (Μεσσ.) κ.ἀ. ’ποκόλωμα Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκολώνω (ΙΙ).

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ ἔχῃ ἢ νὰ θέτῃ τίς τινα πρὸς τὰ νῶτά του, ὄπισθέν του Εὔβ῍ (Αὐλωνάρ. Κονίστρ.): Τὸ ’ποκόλωμα ᾽ς τοὶς εἰκόνες εἶναι ἁμαρτία Κονίστρ. 2) Τόπος ὑψηλός, λόφος, ὁπόθεν τις στρεφόμενος ἢ κατερχόμενος παύει νὰ εἶναι ὁρατὸς Κρήτ.: Τὸν εἶδα μιˬὰ στιμῆς ᾿ς τ’ ἀποκόλωμα κ’ ὕστερα ἐχάθηκεν ὅθε dὴν ἄλλη bάdα. ᾿Εκὲ ᾽ς τ᾿ ἀποκόλωμα εἶδα δυˬὸ τρία ὀζὰ καὶ θαρῶ πῶς εἶν’ ἐδικά σου. 3) Ἡ ἑτέρα τῶν στενωτέρων πλευρῶν τῆς οἰκίας καὶ ἰδίᾳ ἐκείνη, ἐπὶ τῆς ὁποίας εὑρίσκεται ἡ ἑστία Ἤπ. 4) Τὸ κάτω τμῆμα τοῦ περιφράγματος τοῦ γαλαριˬοῦ ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄνω δεύτερον τμῆμα, τὴ μαντένα Πελοπν. (Μεσσ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/