ἀποκολώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκολώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκολώνω (Ι) Κάρπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κολώνω.
Σημασιολογία
Ἐμποδίζω τὰ ζῷα νὰ προχωρήσουν ἢ νὰ εἰσέλθουν, οἷον εἰς ἀγρὸν κττ.: ᾽Αποκόλωσε τὰ ζὰ ὄξω τοῦ φραμοῦ. Συνών. κολώνω, στομώνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA