ἀποφορτώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφορτώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφορτώνω Ἄνδρ. Κίμωλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Χαλδ. κ.ἀ.) Σῦρ. Χίος ἀποφορτών-νω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀποχορτών-νω Καλαβρ. (Μπόβ.) ’πεχορτών-νω Ρόδ.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποφορτώνω.
Σημασιολογία
1)Ἀπαλλάττω τινὰ τοῦ φορτίου, ἐκφορτώνω Καλαβρ. (Μπόβ.) Πόντ. (Κερασ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) Ρόδ.: Ἐπεφόρτωσ’ ἀτον κ’ ἐπενεγκάστεν (ξεκουράστηκε) Πόντ. Ἀποφόρτωσον τὸ μουλάρ’ κ’ ἔν’ πολλὰ ’νεγκασμένον αὐτόθ. Ἐπεφορτῶθεν τ’ ἄλογον αὐτόθ. Ντ’ ἐπεφορτῶθα καὶ ντὸ ἔρθεν ἀπάν’ ὁ κύρι μ’ ἕναν ἔτον (καθ’ ἣν στιγμὴν ἀπέβαλον τὸ φορτίον μου προσῆλθε καὶ ὁ πατήρ μου) Τραπ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Μαχαιρ. 1,442 (ἔκδ. RDawkins) «καὶ τ’ ἁμάξια τοὺς περβολάριδες ἀποφορτῶσαν τα καὶ στράφησαν». Συνών. *ἀπογομαριˬάζω, ξεφορτώνω. 2)Αἰσθάνομαι ψυχικὴν ἀνακούφισιν Πόντ.: Εἶπ’ ἀτον τὰ παράπονά μ’ κ’ ἐπεφορτῶθεν ἡ καρδία μ’ Πόντ. Ἀσ’ σὴν ἡμέραν ντ’ ἐξημολοέθα ἡ καρδία μ’ ἀποφορτωμένον ἔν’ (ἀφ’ ἧς ἡμέρας ἐξωμολογήθην ἀνεκουφίσθην) αὐτόθ. Συνών. ξεθυμαίνω, ξεφουσκώνω. 3)Ἀποπερατῶ τὴν φόρτωσιν Ἄνδρ. Κίμωλ. Κρήτ. Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ. Χίος: Στάσου ν’ ἀποφορτώσω κ’ ἔρχομαι Σῦρ. Ἐδὰ θὰ φύς ποῦ θ’ ἀποφορτώσωμε; (φύς=φύγῃς) Κίμωλ. Ὥσπου ν’ ἀποφορτώσω ’γώ, μάζωξε σὺ λίγα κλαδία Μάν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA