ἀπόφωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόφωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόφωτα ἐπίρρ. (Ι) Κρήτ. ἀπόφουτα Σκόπ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀπόφωτο.

Σημασιολογία

1)Μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου Σκόπ. 2)Κατὰ τὴν αὐγὴν Κρήτ.: Ἀπόφωτα ἀπόφωτα θὰ gάψωμε (θὰ φύγωμεν).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/