ἀπόφωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόφωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόφωτα ἐπίρρ. (ΙΙ) Χίος (Καρδάμ.) κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ. ἀπόφουτα Ἤπ. (Ζαγόρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’πόφωτα Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Ρόδ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. Φῶτα.

Σημασιολογία

Μετὰ τὰ Φῶτα, ἤτοι τὴν ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων ἔνθ’ ἀν.: ’Πόφωτα θὰ κάνω ἕνα ταξίδι. Τ’ ἀπόφουτα θά ’ρθου ’ς τοὺ χουριˬὸ Ζαγόρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/