ἀποχαζεύω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαζεύω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποχαζεύω Πελοπν. (Μάν.) Μετοχ. ἀποχαζεμένος πολλαχ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόχαζος.
Σημασιολογία
1)Ἀμτβ. ἀφαιροῦμαι, χαζεύω ἐντελῶς ἔνθ’ ἀν.: Ὅντες περνάει ’ς τὴ ρούγα ἀποχαζεύει ὁ κόσμος κοιτάζοντάς τηνε Μάν. Τὴνε στέλνω ’ς τὴ βρύσι καὶ ’κείνη ἀποχαζεύει μὲ τοὶς ἱστορίες τοῦν ἀλλουνῶνε κωπελλῶνε αὐτόθ. Μετοχ. ἀποχαζεμένος=τελείως κεχηνὼς πολλαχ.: Ρίχτηκε ’ς ἕνα σκαμνὶ βουβὴ κιˬ ἀποχαζεμένη (Νουμᾶς 194, 9). 2)Μετβ. Κάμνω τινὰ τελείως χαζὸν ἔνθ’ ἀν.: Ἤτανε μισόχαζος, ἔμπλεξε καὶ μὲ γυναῖκες καὶ τὸν ἀποχαζέψανε Μάν. Σὲ ἀποχάζεψε ὁ ἔρωντας, κακοντέλλη! αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA