ἀπόχαζος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόχαζος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπόχαζος ἐπίθ. Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιθ. χαζός.

Σημασιολογία

Τελείως χαζός, ἀφῃρημένος ἔνθ’ ἀν.: Ἂν εἶναι χαζός, λέει; χαζὸς κιˬ ἀπόχαζος μάλιστα Μάν. Ἕνας ἀπόχαζος εἶναι, σάμπως εἶναι ἄντρωπος; αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/