ἀποχαζωμάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποχαζωμάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποχαζωμάρα ἡ, Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπόχαζος καὶ τῆς καταλ. -ωμάρα.
Σημασιολογία
Ἀποχάζεμα, ὃ ἰδ.; ἔνθ’ ἀν.: Ἔννο͜ια σου καὶ θὰ σὲ φάῃ ’φτούνη ἡ ἀποχαζωμάρα Μάν. Ἀποχαζωμάρα ποῦ τὴν ἔχει τελευταῖα! αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA