ἀποφουσκαρίσκω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποφουσκαρίσκω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποφουσκαρίσκω ἀμάρτ. ’ποφουσκαρίσκω Κύπρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀποφουσκάρω καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ίσκω.

Σημασιολογία

Ἀποβάλλω τὴν ὀργήν μου, τὴν ἀγανάκτησίν μου: Θυμών-νει ’παλ-λοῦ ταὶ ’ποφουσκαρίσκει ’πάνω μου (’παλ-λοῦ=ἀπαλλοῦ). Συνών. ἀποφουσκάρω, ξεθυμαίνω, ξεσπῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/