ἀποχαιρέτισμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχαιρέτισμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποχαιρέτισμα τό, ἀποχαιρέτημα Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀποχαιρέτισμα σύνηθ. ἀποαιρέτισμαν Πόντ, ’ποαιρέτισμαν Κύπρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποχαιρετίζω, δι’ ὅ ἰδ. ἀποχαιρετῶ. Ὁ πληθ. ’ποχαιρετίσματα καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. Γ 1502 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.)

Σημασιολογία

Χαιρετισμὸς ἐπὶ τῇ ἀναχωρήσει διὰ χειραψίας, ἀσπασμοῦ, λόγων κττ. ἔνθ’ ἀν.: Ἀπάνω ’ς τ’ ἀποχαιρέτισμα συγκινήθηκε κιˬ ἄρχισε νὰ κλαίῃ σύνηθ. || ᾎσμ. Εἰς τὰ ’ποαιρετίσματα ἔλα νὰ φιληθοῦμεν Κύπρ. Ἡ σημ. καὶ ἐν Ἐρωτοκρ. ἔνθ’ ἀν. «εἶντα ’ποχαιρετίσματα ἦσαν τὴν ὥρα κείνη!» Συνών. ἀποχαιρετισμός, ἀποχαιρετούρα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/