ἀποχαιρετῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχαιρετῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχαιρετῶ, ἀποχαιρετίζω πολλαχ. ἀποαιρετίζω Πόντ. ἀποχαιρεκίζου Τσακων. ἀποχαιρεκίχου Τσακων. ’ποαιρετίζω Κύπρ. ἀποχαιρετῶ κοιν. ἀποαιρετῶ Πόντ. ’ποαιρετῶ Κύπρ. Ρόδ.

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. ἀποχαιρετῶ, παρ’ ὃ καὶ ἀποχαιρετίζω.

Σημασιολογία

Χαιρετίζω ἐπὶ τῇ ἀναχωρήσει διὰ χειραψίας, ἀσπασμοῦ, λόγων κττ. ἔνθ’ ἀν.: Πρὶν φύγω θά ’ρθω νὰ σ’ ἀποχαιρετίσω. Πάω ν’ ἀποχαιρετίσω τοὺς συγγενεῖς, γιˬατὶ αὔριο φεύγω. Ἀποχαιρέτισα τὸν δεῖνα ποῦ φεύγει γιˬὰ τὸ ἐξωτερικό. Ἦρθε καὶ μ’ ἀποχαιρέτισε κοιν. || ᾌσμ. Λυπητερὰ λυπητερὰ θὰ πά’ νὰ ξεψυχήσω, νὰ κράξω καὶ τοὺς φίλους μου νὰ τοὺς ’ποαιρετίσω Ρόδ. ’Ποαιρετῶ ταὶ ’φίν-νω γει͜ὰν οὕλ-λους τοὺς χωρκανούς μου Κύπρ. Καὶ μέσ. ἀλληλοπαθὲς κοιν.: Ἀποχαιρετει͜οῦνται καὶ πάει ὁ καθένας ’ς τὸ καλό του. Ἦρθε ἡ ὥρα ν’ ἀποχαιρετηθοῦμε κοιν. Ἐποαιρετιστήκασιν τ’ ἔφυεν ὁ δεῖνα ’ς τὴν ξενιδκει͜ὰν Κύπρ. || ᾌσμ. Δῶσε μου τὸ χεράκι σου ν’ ἀποχαιρετιχτοῦμε καὶ τὸ στρατὸ πάει ὀbρός καὶ θὰ μ’ ἀνεζητοῦνε Κρήτ. Ἔλα ὧδε, καλίτσα μου, νὰ ’ποαιρετιστοῦμεν Κύπρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/