ἀποχαίρομαι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποχαίρομαι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποχαίρομαι πολλαχ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. χαίρομαι. Ἡ λ. καὶ παρὰ Βλάχ.

Σημασιολογία

1)Ἀπολαύω τι τελείως πολλαχ: Δὲν ἀποχάρηκε τὰ νεˬᾶτα του, γιατὶ σκοτώθηκε ’ς τὸν πόλεμο πολλαχ. || ᾎσμ. Ζακόνι τό ’χουν τὰ βουνὰ νὰ βρέχουν νὰ χιˬονίζουν, τὸ καλοκαίρι πράσινα καὶ τὸ χειμῶνα χιˬόνι, τὸ ποι͜ὸς νὰ τ’ ἀποχάρηκεν ἀπὸ τὴ συντροφιˬά μας; ἀγν. τόπ. 2)Παύω χαίρων, δὲν χαίρω πλέον διά τι Πελοπν. (Μάν.) κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ.: Ἀποχάρηκε τὰ καλά του Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/