ἀποκομμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκομμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
ἀποκομμὸς ὁ, Θήρ. Κρήτ. Στερελλ. (Λεπεν.) κ.ἀ. ᾿ποκομμὸς Κύπρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποκόβω.
Σημασιολογία
1) Καθορισμὸς τιμῆς, τῆς ἀξίας ἔνθ᾽ ἀν.: ᾌσμ. Πάει καὶ συλλογίζεται σημάδι νὰ τσῆ πέψῃ δαχτυλιδάκι ὁλόχρυσο κιˬ ἀποκομμὸ δὲν ἔχει (εἶναι ἀνεκτίμητον) Κρήτ. Τῆς μιˬᾶς ἡμέρας ἡ ζωὴ ἀποκομμὸ δὲν ἔχει αὐτόθ. 2) ᾿Απογαλακτισμὸς νεογνοῦ Κύπρ. Συνών. ἀποκόλλισμα, ἀπόκομμα 3, ἀποκοπὴ Α1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA