ἀποκομπιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκομπιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκομπιˬάζω ἀμάρτ. ἀποκομπιˬάτσω Καλαβρ. (Μπόβ.) ἀποκουμπιˬάτσω Καλαβρ. (Μπόβ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κομπιˬάζω.
Σημασιολογία
Κομπιάζω πολύ, δὲν καταπίνω καλῶς, πνίγομαι: Τσωμὶ ἀττσὲ φατῆ σὲ κάν-νει κουμπιˬάει τσαὶ ἀποκουμπιˬάει (ψωμὶ ἀπὸ φακῆ σὲ κάμνει νὰ κομπιάζῃς πολύ, νὰ μὴ μπορῆς νὰ καταπιῇς). Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκοντυλιˬάζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA