ἀποφτει͜άνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφτει͜άνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποφτει͜άνω Κρήτ. Μακεδ. (Φλόρ.) Πελοπν. (Μάν.)-Λεξ. Αἰν. Δημητρ. ’ποφτει͜άνω Κρήτ. (Κατσιδ.) ἀποφκει͜άνω Πελοπν. (Οἰν. Βούρβουρ.)
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. ἀποφτε͜ιάνω.
Σημασιολογία
1)Καλλωπίζω, στολίζω, εὐπρεπίζω Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.): ’Ποφτει͜άνεται γιˬὰ νὰ φαίνετ’ ὄμορφη Κατσιδ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Σαχλίκ. Γραφαὶ καὶ ἀφηγήσεις στ. 610 (ἔκδ. GWagner σ. 101) «κι ἀπὴν τὸ διαλαλήσασιν, λέγει, ἀκροσταθῆτε | ὅλες ἐδᾶ παστρεύεσθε, ὅλες ἀποφτειασθῆτε». Συνών. ἀποσιˬάζω 2, σιˬάζω. 2)Ἀποτελειώνω, ἄγω τι εἰς πέρας Μακεδ. (Φλόρ.) Πελοπν. (Βούρβουρ. Μάν. Οἰν.)-Λεξ. Αἰν. Δημητρ.: ᾿Επόφκει͜ασε τὸ τραπέζι Οἰν. Δὲν ἔχουμε λεφτὰ ν’ ἀποφτε͜ιάξουμε τὴν ἐκκλησία τοῦ χωριˬοῦ μας Μάν. || ᾎσμ. Τὰ περιστέριˬα κουβαλοῦν κ’ οἱ ὄμορφες τὸ φτει͜άνουν, τό φτει͜ασαν καὶ τ’ ἀπόφτε͜ιασαν, πιˬάνουν χορὸ χορεύουν Φλόρ. Συνών. ἀποτελε͜ιώνω 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA