ἀποκομπώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκομπώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκομπώνω Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀποκοbώνω Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κομπώνω.
Σημασιολογία
1) Πράττω τι κρυφίως ἢ ἐπιτηδείως, ὥστε νὰ διαφύγω τὴν προσοχήν τινος, ἀπατῶ τινα ἔνθ’ ἀν.: ᾿Εποκοbώσανε τὰ ὀζὰ κ’ ἐbήκανε ᾿ς τὸ gῆπο Κρήτ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀποκοιμίζω Α1β. 2) Παθ. ἀπατῶμαι, σφάλλομαι Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA