ἀπόφτει͜ασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπόφτει͜ασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπόφτει͜ασμα τό, Κρήτ. (Κατσιδ. κ.ἀ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποφτε͜ιάνω.
Σημασιολογία
Καλλωπισμός, στολισμὸς ἔνθ’ ἀν.: Φτάνει τ’ ἀπόφτει͜ασμα καὶ κατέχομέ dο πῶς εἶσαι ὄμορφη Κατσιδ. Ἡ σημ. καὶ ἐν ᾿Ερωτοκρ. Δ 19 (ἔκδ. ΣΞανθουδ.) «καὶ τὰ συχνιὰ ἀποφτειάσματα τῆς Ἀρετῆς, Ἀρτέμη, | δὲν τά ’χω νά ’σα γιὰ καλὸ κι ὁ λογισμός μου τρέμει».
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA