ἀστέφανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστέφανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστέφανος ἐπίθ. Πελοπν. (Λακων.) - Λεξ. Πρω. Δημητρ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀστέφανος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ στεφανωθεὶς μὲ τὸν στέφανον τοῦ γάμου, ἄγαμος Πελοπν. (Λακων.): Νὐφη ἀστέφανη (ἐκ τοῦ ἐθίμου νὰ κοσμῆται ὡς νύμφη ἡ νεκρὰ παρθένος). 2) Ὁ μὴ στερεωθεὶς διὰ μεταλλίνης στεφάνης Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Ἀστέφανη κάσσα. Ἀστέφανο βαρέλλι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/