ἀπόφραγμαν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόφραγμαν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόφραγμαν τό, Πόντ. (Σάντ. Τραπ. Χαλδ. κ.ἀ.) ἀπόφρασμαν Πόντ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποφράζω.

Σημασιολογία

1)Ἀφαίρεσις, διάλυσις φραγμοῦ, φράκτου ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀποφράξιμον, ξέφραγμα. β)Διάσπασις, διάρρηξις προσηρμοσμένου τινὸς (θύρας, παραθύρου κττ.) ἢ πεπλεγμένον (καλαθίου κττ.) ἔνθ’ ἀν.: Τ’ ἀπόφραγμαν τῆ πόρτας-τῆ παραθυρί’ Πόντ. 2)Φθορὰ ἔνθ’ ἀν.: Ἀΐκον ἀπόφραγμαν καμισί’ ’κ’ εἶδα (τοιαύτην φθορὰν ὑποκαμίσου δὲν εἶδα) Χαλδ. Ὁ δέσκαλον ἐκράτεσεν τὸ μεσημέρ’ νεστικὸν τὸ παιδί μ’ γιˬὰ τ’ ἀπόφραγμαν τῆ χαρτί’ ἀθε αὐτόθ. Νουνίζ’ τ’ ὁσπιτί’ ἀτ’ς τ’ ἀπόφραγμαν αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/