ἀστεφάνωτα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστεφάνωτα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀστεφάνωτα ἐπίρρ. σύνηθ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀστεφάνωτος.

Σημασιολογία

1) Χωρὶς γαμήλιον στέφανον, χωρὶς γάμον σύνηθ.: Ζῇ μαζί της ἀστεφάνωτα. 2) Πρὸ τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τῆς στέψεως σύνηθ. Ὅταν πῆγα ‘ς τὸ γάμο, εἶχαν ἀκόμα ἀστεφάνωτα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/