ἀπόφτι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόφτι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπόφτι τό, Σῦρ. ἀπόχτιν Κύπρ. ἀπόχτι Θήρ. Ἰκαρ. Κάρπ. Κρήτ. Μεγίστ. Μῆλ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ρόδ. Σύμ. Σῦρ. Χίος (Καρδάμ. κ.ἀ.) κ.ἀ. ’πόχτι Θρᾴκ. (Βασιλικ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. *ἀπόπτιον. Τὸ ἀπόχτι ἐκ τοῦ ἀπόφτι καθὼς καὶ ἀδερφοποιτός-ἀδερφοφτὸς -ἀδερφοχτός. Τὸ μεσν. ἀπόκτιν λογία γραφὴ ἀντὶ ἀπόχτιν. Περὶ τῆς λ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 207 κἑξ.

Σημασιολογία

1)Κρέας τὸ ὁποῖον διὰ καταλλήλου ἐπεξεργασίας ἁλατιζόμενον καὶ ἐκτιθέμενον εἰς τὸν ἥλιον ἢ καὶ παρὰ τὴν ἑστίαν καθίσταται παστὸν (ἐνιαχοῦ δὲ καὶ ἰχθύες ἁλίπαστοι) ἔνθ’ ἀν.: Ἔφαα ἀπόχτιν τ’ ἐκακοστομάασα Κύπρ. ᾿Εγίνην ὁ δεῖνα σὰν ἀπόχτιν ’ποὺ τὴν ἀρρώσκιˬαν αὐτόθ. || Φρ. Ἀπόχτι τὸν ἔκαμε (τὸν ἔδειρεν ἀνηλεῶς. Συνών. φρ. τὸν ἔκαμε παστὸ ’ς τὸ ξύλο) Χίος Ξερὸ ’πόχτι! (κατάξηρον) Θρᾴκ. (Βασιλικ.) || ᾎσμ. Καὶ κάτσε καὶ λοάριˬασε ἀπ’ ὅ,τι θὰ μᾶς βγάλῃς γιˬ’ ἀπόχτι γιˬὰ λουκάνικο γιˬ’ ἀποχτερὸ κομμάτι Θήρ. Πβ. καὶ Κωνστ. Πορφ. Βασίλ. τάξ. 1,464 «τὰ δὲ λοιπὰ βρώσιμα, ἤγουν λαρδίν, ἀπόκτιν, τυρίν, ὀψάρια παστά». 2)Μεταφ. ἰσχνός, ἀδύνατος, ὡς παστὸν κρέας, ἐπὶ ἀνθρώπων καὶ ζῴων Κάρπ. Μεγίστ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Μουρέ, εἶd’ ἀπόχτι g’ εὐτός! Ἀπύρανθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/