ἀστεφάνωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστεφάνωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστεφάνωτος ἐπίθ. κοιν. καὶ Πόντ. ἀστεφάνουτους βόρ. ἰδιώμ.

Χρονολόγηση

Αρχαίο

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἀστεφάνωτος.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ περιβληθεὶς τὸν γαμήλιον στέφανον, ὁ μήπω εἰς γάμον ὑπὸ τῆς ἐκκλησίας εὐλογηθεὶς κοιν. καὶ Πόντ.: Ὁ γαμπρὸς κ᾽ ἡ νύφη εἶναι ἀκόμα ἀστεφάνωτοι κοιν. Ἡ σημ. καὶ μεταγν. Πβ. CIG 3272.33 «λείψας τρεῖς συνομαίμονας ἀστεφανώτους». 2) Ὁ ἄνευ τῆς τελέσεως τοῦ μυστηρίου τοῦ γάμου παρανόμως συζῶν κοιν. καὶ Πόντ.: Τὴν ἔχει ἀστεφάνωτη. Τὸν ἔχει ἀστεφάνωτο σύνηθ. Συνών. ἀβλόγητος Α2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/