ἀστιμάριˬαστος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστιμάριˬαστος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστιμάριˬαστος ἐπίθ. Σύμ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στιμαριˬαστὸς < *στιμαριˬάζω.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ φειδόμενος ἑαυτοῦ ἐν τοῖς μόχθοις καὶ διακινδυνεύων οὕτως ὥστε νὰ βλάψῃ τὴν ὑγείαν του.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/