ἀποκοποῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκοποῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀποκοποῦ ἐπιρρ. Κύθηρ. Πελοπν. (Μονεμβασ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀποκοπὴ ἐπὶ ἐπιρρηματ. χρήσεως. Ὁ μεταπλασμὸς κατὰ τὰ εἰς -οῦ ἐπιρρ.
Σημασιολογία
᾿Αποκοπὴ Β1 (α) (β), ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Τὸ ἔδωσε τὸ σπίτι ἀποκοποῦ Κύθηρ. Μοῦ ἀργάζει τὸ χωράφι ἀποκοποῦ αὐτόθ. || Φρ. Τὸ πῆρε ἀποκοποῦ νὰ βλαστημᾷ (ἐπὶ τοῦ συνεχῶς βλασφημοῦντος) αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA