ἀποκορδυλζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκορδυλζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκορδυλζω Πόντ. (Κοτύωρ. Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κορδυλάζω.
Σημασιολογία
1) Λύω τὸν κόμβον: Ἀποκορδυλζω τὸ κοινίν. 2) Ξεμπερδεύω: Ἀποκορδυλζω τὸ ράμμαν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA