ἀποπλύδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπλύδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποπλύδι τό, Ἄνδρ. Κέως Κρήτ. (Σέλιν. Χαν.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποπλένω. Περὶ τῆς παραγωγῆς ἰδ. ΒΦάβην ἐν ᾽Αθηνᾷ 45 (1933) 359.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἐκ τῆς πλύσεως ἀκάθαρτον ὕδωρ Κέως. Συνών. ἀποζούμι Α2, ἀπόπλυμα 2, ἀποπλυσίδι 1, ξέπλυμα. Πβ. ἀπόνερο 2. β) Τὸ ἐκ τῆς πρώτης πλύσεως τῶν μαγειρικῶν σκευῶν καὶ πινακίων λιποβριθὲς ὕδωρ χρησιμοποιούμενον εἰς τὴν τροφὴν τῶν κατοικιδίων ζῴων Ἄνδρ.: Ρῖξ’ τοῦ χοίρου τ᾿ ἀποπλύδιˬα. Συνών. ἀπόπλυμα 2δ. 2) Συνεκδ. τὸ μετὰ πόσιν ὑπολειπόμενον ἐν δοχείῳ ὑγρόν, οἷον οἶνος, ὕδωρ κττ. Κρήτ. (Σέλιν. Χαν κ.ἀ.): ᾿Εμεῖς οἱ χωριˬᾶτες τ᾿ ἀποπλύδι μας πίνει ὁ--εἷς τ᾿ ἀλλοῦ Σέλιν. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπόπιμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA