ἀποκορδύλσμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκορδύλσμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀποκορδύλσμα τό, Πόντ. ἀποκορδυλίαμα Πόντ. (Κοτύωρ.) ἀποκορδυλίαμαν Πόντ. (Χαλδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀποκορδυλζω.
Σημασιολογία
Λύσις τοῦ κόμβου: Τῆ κοινί’ τ᾽ ἀποκορδυλίαμαν Χαλδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA