ἀποφύραξι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποφύραξι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀποφύραξι ἡ, Κρήτ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀποφυράζω.
Σημασιολογία
1)᾿Ελάττωσις, μείωσις, ἀπώλεια ἐκ τοῦ ὄγκου πράγματός τινος. 2)Ἀποστράγγισις, ἀποξήρανσις, ἐπὶ ποταμοῦ κττ.: Τὸ πηγάδι φέτος ἔχει μεγάλη ἀποφύραξι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA