ἀποκορδώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποκορδώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποκορδώνω Σύμ. ᾿ποκορδών-νω Σύμ. Μέσ. ᾿ποκορδών-νομαι Ρόδ. ’μποσκορδών-νουμαι Ρόδ. ᾽πεσκορδών-νομαι Ρόδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κορδώνω.
Σημασιολογία
Ἀποκορδίζομαι 1, ὃ ἰδ.: Ἔκαμεν πάλε τὸν βαρόνυπνο κ᾿ ἐξύπνησεν κ᾽ ἔκαμνε πῶς ἐποκόρδων-νε, πῶς ἐχασμουρε͜ιέτο. Τί ἔχεις καὶ ’μποσκορdών-νεσαι; Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA