ἀποπνοΐζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποπνοΐζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποπνοΐζω ἀμάρτ. ἀποπνοΐουμαι Πόντ. (Ἴμερ.) ἀποπνοΐσκουμαι Πόντ. (Σάντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ οὐσ. πνοή.
Σημασιολογία
1) Κόβεται ἡ ἀναπνοή μου Πόντ. (Ἴμερ.) 2) Μέσ. ἐξαντλοῦμαι, ἀποκάμνω Πόντ. (Σάντ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA