ἀποποτίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποποτίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποποτίζω σύνηθ. ἀπουπουτίζου Στερελλ. (Αἰτωλ.) ’ποποτίζω Κρήτ. (Βιάνν.) κ.ἀ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. ποτίζω.

Σημασιολογία

Τελειώνω τὸ πότισμα ἔνθ’ ἀν.: Ν’ ἀπουπότ’ζα ταχεˬά, θὰ σ’ τσ’ ᾿δ᾿να τοὺ νιρὸ Αἰτωλ. ᾿Απουπότ᾽σι τώρᾳ τοὺν κῆπου αὐτόθ. Κιˬ ἀπῆς τὰ ἐπεπότισεν, καθίζ-ζει ᾿ς τὸν λογαρgιˬασμόν Χίος. || ᾎσμ. Πιˬάνουν στερνεˬάζου dὸ νερό, ποτίζου dὸ περ᾽βόλι, ποτίζ’ ἀποποτίζου dο, σὲ σκάλαν ἀνεβαίνου Κρήτ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/