ἀποκοτσαλίδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκοτσαλίδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀποκοτσαλίδι τό, ἀμάρτ. ᾿ποκατσαλίδι Ρόδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀποκότσαλο καὶ τῆς καταλ. –ίδι.

Σημασιολογία

Συνήθως πληθ., τὰ ὑπολείμματα τῶν σιτηρῶν ἀνάμεικτα μετὰ χονδρῶν ἀχύρων: ᾎσμ. Πῆεν τὸ μόιν ἑκατὸν καὶ τὸ καφίζιν τριˬάντα καὶ τὰ ᾽ποκατσαλίδιˬα του ἄλτα ἑκατὸ σαράντα (μόιν = μόδι). Συνών. ἀποκότσαλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/