ἀποσκοτεινιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκοτεινιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκοτεινιˬάζω ᾽Αθῆν. Κρήτ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκοτεινιˬάζω.
Σημασιολογία
1) ’Απροσώπ. γίνεται σκότος, συσκοτάζει ἔνθ’ ἀν: Εἶχε ἀποσκοτεινιˬάσει πεˬά, ὅταν ἦρθε ᾿Αθῆν. ‖ ᾎσμ. Καὶ σὰν ἀποσκοτείνιˬασε ἐγλάκουνα ὡς ἐbόρου κ’ ἐκείνη εἶχε κουζουλοὺς κ᾽ ἐβλέπανε τσοὶ πόρους Κρήτ. β) Γίνομαι σκοτεινός, στεροῦμαι φωτὸς ὅλως ᾽Αθῆν.: Ἦταν σκοτεινὸ τὸ δωμάτιο, σὰν ἔκλεισαν τὸ παράθυρο, ἀποσκοτείνιˬασε ᾽Αθῆν. 2) Ἐπὶ τῶν ὀφθαλμῶν, πάσχω ἀδυναμίαν τῆς ὁράσεως, δὲν βλέπω καλῶς ᾿Αθῆν.: Γέρασα κιˬ ἀποσκοτείνιˬασε τὸ φῶς μου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA