ἀπόπου

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπόπου

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπόπου ἐπίρρ. κοιν. ἀπόπ᾿ βόρ. ἰδιώμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ἐπιρρ. ὅπου.

Σημασιολογία

᾿Αναφορικὸν ἐπίρρ. συσχετικὸν τοῦ ἐρωτηματικοῦ ἀποποῦ 1) 'Αφ’ οὗ τόπου, ὁπόθεν: ᾿Αποποῦ ξεκίνησες; - Ἀπόπου θέλω. ᾽Απόπου κιˬ ἂν ἔρχεσαι, κἀνεὶς δὲ σὲ ρωτᾷ κοιν. Τσ’ ἀπόπ’ ἐπααίνανε δὲν εὑρίσκανε ᾿ναῖκα Μύκ. β) ᾽Επί καταγωγῆς κοιν.: ᾿Απόπου κιˬ ἂν κρατῇ ἡ γενεˬά του, διˬάφορο δὲν ἔχει. 2) Δι᾿ οὗ τόπου κοιν.: ᾽Απόπου κιˬ ἂν περάσω, δύσκολα θὰ διˬαβῶ. 3) Ἀφ’ οὗ προσώπου κοιν.: Φρόντισε νὰ τὸ μάθῃς ἀπόπου μπορέσῃς. Δανείσου ἀπόπου θέλεις.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/