ἀστοίχει͜ωτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀστοίχει͜ωτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀστοίχει͜ωτος ἐπίθ. Λεξ. Πρω. Δημητρ. ἀστοίχε͜ιουτους Ἤπ. (Ζαγόρ.) Μακεδ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. *στοιχε͜ιωτὸς<στοιχε͜ιώνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ μὴ κατεχόμενος ὑπὸ στοιχει͜οῦ, ἐπὶ οἰκίας ἔνθ’ ἀν.: ᾽Αστοίχε͜ιωτο γεφύρι - πηγάδι - σπίτι Λεξ. Δημητρ. Σπίτ’ ἀστοίχε͜ιουτου Ζαγόρ. Μακεδ. 2) Ὁ μὴ μεταβληθεὶς εἰς στοιχε͜ιὸ Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/