ἀποσκουντῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀποσκουντῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀποσκουντῶ ἀμάρτ. ἀποσκουdῶ Πελοπν. (Λάκων.) ἀποκουντῶ Πόντ. (Σάντ. Χαλδ.) ἀπηκουdάω Κέρκ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. σκουντῶ.
Σημασιολογία
1) Προσκρούω, σκοντάφτω Πελοπν. (Λάκων) Τὸ νερὸ ἀποσκουdᾷ ἐκειδά. 2) Παραγκωνίζω, παραμελῶ Πόντ. (Σάντ. Χάλδ.): Ἡ παραμάννα μ᾿ ἀποκουντᾷ με κιˬ ἀφωρισμέντσα ᾽ξάι ᾿κὶ τερεῖ με (καθόλου δὲν μὲ κοιτάζει) Χαλδ. 3) Ὠθῶ ἐλαφρῶς, ἐγγίζω εἴς τι Κέρκ. : ᾎσμ. ᾽Εκεῖ ποῦ χώσανε τὸ νεˬὸ ἐβγῆκε καλαμεˬῶνας, ἐκεῖ ποῦ χώσανε τὴ νεˬὰ ἐβγῆκε κυπαρίσσι, ἀπηκουdάει ὁ κυπαρισσὸς φιλεῖ τὸν καλαμεˬῶνα, ἀπηκουdὰει ὁ κάλαμος φιλεῖ τό κυπαρρίσσι.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA