ἀποκουβαριˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀποκουβαριˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

ἀποκουβαριˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ἀποκουβαρζω Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σὰντ. Τραπ. Χαλδ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προθ. ἀπὸ καὶ τοῦ ρ. κουβαριˬάζω.

Σημασιολογία

1) Ἐκτυλίσσω, ἀποτυλίσσω, ἐπὶ νήματος Πόντ. (Κοτύωρ. Ὄφ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.): Ἐπεκουβαρσα τὸ ράμμα Ὄφ. Τὸ ράμμαν ἐπεκουβαρεν Τραπ. Χαλδ. Συνών. ἀποτυλίγω, ξεκουβαριˬάζω, ξετυλίγω. ΙΙ) Τελειώνω τὸ κουβάριασμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἀκόμη νὰ τ' ἀποκουβαριˬάσῃς τὸ φάδ’ εὐτό; - Ἀποκουβαριˬασμένο τό ’χω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/